συγκαλλιέργεια

συγκαλλιέργεια
η, Ν
(γεωπ·) η ταυτόχρονη σπορά, στο ίδιο χωράφι, σπόρων δύο ή περισσότερων φυτών, αλλ. ανάμικτη καλλιέργεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμπελοφάσουλο — ή γυφτοφάσουλο ή μαυρομάτικο φασόλι, το (Γεωπ.) φυτό τής ποικιλίας Melanophtalma ή Dolichos melanophtalmus τού είδους Vigna sinensis. Καλλιεργείται μόνο του ή συνηθέστερα σε συγκαλλιέργεια με αραβόσιτο. Θεωρείται αξιόλογο ανοιξιάτικο ψυχανθές για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”